ἀναθετὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθετὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναθετὸς ὁ, ἀμαρτ. ἀναετός Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναθέτω. Περὶ τῆς ἀποβολῆς τοῦ θ μεταξὺ φων. εἰς τὸν τύπ. ἀναετὸς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,419.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἀναδέχεταί τις ἐκ τῆς κολυμβήθρας τοῦ βαπτίσματος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναδεχτός 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/