ἀναθιβολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθιβολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναθιβολὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀνεθιβολὴ Θήρ. ᾽νεθ₋θιβολὴ Τῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἀθιβολή.

Σημασιολογία

1) Ὁ περί τινος γινόμενος λόγος, μνεία.: ᾿Εγὼ θὰ τοῦ φέρω ἀνεθιβολὴ γι᾿ αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι νὰ δοῦμε τί θὰ πῇ Θήρ. Δὲ μοῦ ᾿καμε ἀνεθιβολὴ γιὰ τοὶς δραχμὲς ποῦ μοῦ χρωστᾷ' αὐτόθ. Εἴχαμε τὴ ᾿νεθ₋θιβολή σου Τῆλ. ‖ ᾎσμ. Γαμπρέ μου ὡραιότατε μὲ τὴ bολλὴ σπουδή σου, ’ς τοῦ βασιλέα εἴχανε τὴν ἀνεθιβολή σου Θήρ. Συνων ἀθιβολὴ 4, ἀναβολὴ 8, ἀναγοριε͜ιὰ 1. Πβ. ἀναθυμεθή, ἀναθύμημα, ἀναθύμησι, ἀναθυμιˬά, ἀναθύμισμα, ἀνακάλημα, θύμησι. β)Συζήτησις Θήρ. :Εἶd᾽ ἀνεθιβολὴ εἴχανε τόση ὥρα; 2) ᾿Απόκρισις, ἀπάντησις Θήρ.: Δυˬό γραφάδες ἔχω ποῦ τῶσε bέbω κιˬ ἀνεθιβολή! (δύο ἐπιστολὰς τοὺς ἔχω στείλει καὶ ἀπάντησις κἀμμία!).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/