ἀναθολιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθολιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθολιˬάζω ἀμάρτ. ἀνιθουλιˬάζου Ἴμβρ. Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. θολιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐξογκώνω τὰ διὰ τῆς μακρᾶς συμπιέσεως συμπυκνωθέντα γεμίσματα τῶν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν διακινῶν καὶ ἀνατινάσσων καὶ πλήττων αὐτὰ διὰ τῶν χειρῶν ἢ ράβδου, τὰ κάμνω τρόπον τινὰ θολωτά, φουσκωτὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ d’ ἀνιθουλιˬάεις τὰ προυσκέφαλα κὶ γινῆκαν σὰ bλάκις Ἴμβρ. ’Ανιθόλιˬασέ του τοῦ στρῶμα νὰ γί’ πεˬὸ μαλακὸ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/