ἀνάθρεμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάθρεμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσαιστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάθρεμμα͵τό, κοιν. ἀνάθρεμμαν Ποντ. (Κερας.) ἀνέθρεμμα Κρήτ. (Σητ.) Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ. ἀ. ἀνέρθεμμα Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνάθρεμμα. Ὁ τύπ. ἀνέθρεμμα κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀνεθρέφω παρὰ τὸ ἀναθρέφω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἀνατρέφει τις κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ.): Φρ. Εἶναι γέννημα καὶ ἀνάθρεμμα ἢ γέννημ' ἀνάθρεμμα τοῦ δεῖνα μέρους (ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη εἰς τὸ δεῖνα μέρος). Γέννημ’ ἀνάθρεμμα ᾿Αθηναῖος κοιν. Εἶμαι θρέμμαν καὶ ἀνάθρεμμαν τοῦ δεῖνα χωρί᾽ (χωρίου) Κερασ. Εἶναι ‘έννημα κιˬ ἀνέθρεμμα τῆς ξενιτε͜ιᾶς (ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη εἰς ξένην γῆν) Ἀπύρανθ. ‖ Φρ. Διˬαόλου ἀνάθρεμμα (ἐπὶ παιδίου ζωηροῦ καὶ ἀτάκτου. Πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 23,19 «ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, κακᾶς ἀνάθρεμμα λεαίνας») Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Τ’ ἀγαπημένο μου πουλλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι, ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλεˬᾶς, τῆς ξενιτε͜ιᾶς λουλούδι Σκίαθ. ₋Ποιημ. Γέροντας κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, ἀνάθρεμμα τῆς εὐλογιˬᾶς, τῆς λώβας στερνοπαίδι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,210. Συνών. ἀναθροφή 1β. β) Τὸ τέκνον Κρήτ.(Σητ.): Κατὰ πῶς ἁπού ’ναι αὐτοὶ εἶναι καὶ τ᾿ ἀνεθρέμματά dως. 2) Ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνατρέφειν, ἀνατροφὴ Ἰων. (Κρήν.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) κ. ἀ. ₋Λεξ. Αἰν. ᾿Ηπίτ. Πρω. Δημητρ.: Εἶναι κόπος τό ἀνάθρεμμα τοῦ παιδιˬοῦ Κρήν. Ἔχει πολλὰ βάσανα τ᾿ ἀνάθρεμμα ἑνὸς παιδιˬοῦ Λεξ. Πρω. ‖ Γνωμ. Τὰ κακὰ ἀναθρέμματα ραβδιˬὰ τοῦ κεφαλιˬοῦ σου (οἱ, κακῶς ἀναθρέψαντες τὰ παιδιά των ὑποφέρουν ἐξ αἰτίας των) Θεσσαλον. Συνών. ἀναθρεμμός. 3) Διαπαιδαγώγησις Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅλο μὲ τ᾿ ἀνερθέματα τῶν παιδιῶ σὄχεις κ᾿ ἐσὺ νὰ κάμῃς, ὅλο πῶς τὰ καλανερθέβγεις λές. Αὐτὸς φταίει, τ᾽ ἀνέρθεμμά του ποῦ τὄδωκαν εἴναι! Συνών. ἀναθροφὴ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA