ἀναθροφάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθροφάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναθροφάρι τὸ, ἀνετρεφάρι Θρᾴκ. (Μυριόφ. Περίστασ.) ἀναθροφάρι Δ.Κρήτ. ἀνεθροφάρι Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἀναθροφὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. θροφάρι.

Σημασιολογία

1) Ζῷον ἀκολουθοῦν καὶ θηλάζον τὴν μητέρα του, ζῷον σιτευτόν, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ καὶ ἐπὶ βρέφους Κρήτ. Συνών. ἀκόλουθο 1, θρεφτάρι, θρεφτό, θροφάρι. β) ᾿Αρνίον ἢ ἐρίφιον ὀρφανόν, τὸ ὁποῖον θηλάζει ἄλλην μητέρα Κρήτ. Συνών. ἀναδεσάρι, ἀναδεσιˬάρικο. 2) ᾿Αρνίον ἢ ἐρίφιον, τὸ ὁποῖον ἕκαστος τῶν ποιμένων χαρίζει εἰς συνάδελφόν του ἀπολέσαντα τὸ ποιμνιόν του διὰ νὰ ἀνασχηματίσῃ αὐτὸ Κρήτ. Συνών. χαρισάρι. 3)*’Αναθροφάδι, ὃ ἰδ., Θρᾴκ.(Μυριόφ. Περίστασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/