ἀναθροφικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθροφικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναθροφικὸς ὁ, ἀμάρτ. θηλ. ἀναθροφικὴ Θήλ.Ἴος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναθροφὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός.
Σημασιολογία
Τὸ θηλ., κόρη ὡς ἴδιον τέκνον ἀνατρεφομένη ὑπὸ ἄλλης οἰκογενείας, κόρη θετή: «Τὴν θυγατέρα τοῦ υἱοῦ του κὺρ ᾿Ιωάσαφ ὡς ἀναθροφικὴν» (ἐκ διαθήκης τοῦ 1816). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθρεφτικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA