ἀναιμία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναιμία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναιμία ἡ, λογ κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀναιμία.
Σημασιολογία
Ὡς ὅρος ἰατρικὸς ἡ νοσηρὰ κατάστασις τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ χαρακτηριζομένη ἐκ τῆς ἀνεπαρκείας τῆς ποσότητος τοῦ αἵματος ἢ τῆς ἀλλοιώσεως τῶν συστατικῶν του καὶ ἐκδηλουμένη συνήθως δι᾿ ὠχρότητος τοῦ προσώπου: Ὁ δεῖνα ἔχει ἀναιμία₋ ὑποφέρει ἀπό ἀναιμία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA