ἀναισθησία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναισθησία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναισθησία ἡ, λόγ σύνηθ. ἀναιστησία πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀναισθησία.

Σημασιολογία

1) Νωθρότης εἰς τὴν αἴσθησιν, ἀμβλύτης τοῦ συναισθήματος, ἀπάθεια:’Αναισθησία ποῦ τὴν ἔχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Χαρὰ ᾿ς τὴν ἀναισθησία σου, καηˬμένε! 2) ᾿Απώλεια τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων: Ὁ ἄρρωστος εἶναι σε ἀναισθησία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/