ἀνακαβουρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαβουρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακαβουρίδα ἡ, ἀμάρτ. ἀνεκαβουρίδα Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. καβουρίδα.
Σημασιολογία
Κνησμὸς τοῦ δέρματος: Ἔχω ἀνεκαβουρίδα ᾽ς τὸ σῶμα μου. Βρὲ ἀνεκαβουρίδα ἔχεις καὶ δὲν κάθεσαι ἥσυχος! Συνών. φαγούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA