ἀνακαθαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαθαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαθαρίζω Κρήτ. -Λεξ. Δημητρ. ἀνεκαθαρίζω Α.Κρήτ. ἀνεκαθερίζω Κρήτ.(Βιάνν.) ἀνικαθιρίζου Ἴμβρ. ᾿νεκαθαρίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. καθαρίζω.
Σημασιολογία
1) Καθαρίζω Λεξ. Δημητρ.: Ἀνακαθάρισα ὅλο τὸ σπίτι. 2) Ξεμπλέκω καὶ διευθετῶ τὰ ἐμπεπλεγμένα νήματα τοῦ στήμονος, ὥστε νὰ διέρχωνται εὐκόλως ἀπὸ τὰ μιτάρια καὶ τὸ χτένι Ἴμβρ. Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.): Κάνι dοὺ κόπου νὰ μ᾿ ἀνικαθιρί’ γιὰ νὰ μὴ σ᾿κώνουμ’ (λέγει ἡ ὑφαίνουσα πρὸς παρισταμένην γυναῖκα) Ἴμβρ. 3) 'Αμτβ. γίνομαι καθαρὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) : Τὸ παννὶ 'νεκαθάρισε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA