ἀνακαθιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαθιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνακαθιστὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ ἀγκαθιστός Μακεδ. (Σιάτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακαθίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνεγειρόμενος καὶ καθήμενος εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἔχῃ τοὺς μὲν πόδας ἡπλωμένους, τὸν δὲ κορμόν ὄρθιον Λεξ. Βλαστ. 2) Ὁ χορευόμενος ὑπὸ δύο ἀντιμετώπων χορευτῶν, οἱ ὁποῖοι χορεύοντες ἀνακαθίζουν, ἐπὶ χοροῦ Μακεδ. (Σιάτ.): Ἔλα νἀ χουρέψουμι ἀγκαθιστό χουρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA