ἀνακάλημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακάλημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακάλημα τό, Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ 414 Δημητρ. ἀνακάλεμα Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνακάλημαν Κύπρ. ἀνακάλεμαν Κύπρ. ἀνακάλεσμα Λεξ. Δημητρ. ἀνακάλεσμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακαλῶ. Παρὰ Δουκ ἀνακάλημαν ἐν λ. ἀνακάλεσμαν. Πβ. μεσν. ἀνάκλημα = θρῆνος.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ καλῇ κἀνεὶς τινὰ μεγαλοφώνως, κλῆσις Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. : Ἤτανε μακρεˬά. Μὰ ἄκουσε τὸ ἀνακάλεμά μου καὶ γύρισε Λεξ. Δημητρ. 2) ᾿Αναγγελία, διακήρυξις Λεξ. Δημητρ. : Τ᾿ ἀνακάλεμα τοῦ ντελάλη δὲ μ' ἄφησε νὰ κοιμηθῶ. 3) Θρῆνος, ὁδυρμός, συνήθως διὰ νεκρὸν Κύπρ. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. : Ἀκούονται ἀνακαλέματα ᾿ποὺ τὸ μνῆμαν Κύπρ. Συνών *ἀναθρηνημός, ἀνακαλητόν, ἀνακαλιˬό, θρήνημα, θρηνημός, θρηνολόγι, θρηνολογιˬά, θρῆνος, κλάμα, κλάψιμο, μοιρολόγι. 4) ᾿Επίκλησις ὅρκου, ὑποσχέσεως κττ. Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνακαλεσιὰ 2. 5) ᾿Ανάμνησις, ἀναπόλησις Λεξ. Δημητρ.: Γνωμ. Τοῦ φτωχοῦ τ᾿ ἀνακαλέσματα συφορὲς καὶ πίκρες. Συνών. ἀναθυμεθή, ἀναθύμημα 1, ἀναθύμησι, ἀναθυμιˬά, ἀναθύμισμα, θύμησι. Πβ. ἀθιβολὴ 4, ἀνάβαλμα 2, ἀναβολὴ 8, ἀναθιβολή 1, ἀναγορε͜ιά 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/