ἀνακαμπανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαμπανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακαμπανίζω, ἀνακαbανίζω Δ.Κρήτ. ἀνεκαbανίζω Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. καμπανίζω.

Σημασιολογία

1) Ζυγίζω τι Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) 2) Ὑπολογίζω τὸ βάρος σώματος λαμβάνων αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) 3) Κανονίζω τὴν κίνησιν ἀναρριπτομένου στερεοῦ σώματος, ὥστε διαγράφον τοῦτο τόξον νὰ εὕρῃ τὸν στόχον περίπου καθέτως Δ.Κρήτ. ’Ανακαbάνισε τὴ bέτρα καὶ τοῦ ᾽δωκεν εἰς τὴ dρούλλα τσῆ κεφαλῆς. 4) Μέσ. ἐκτείνω τὸ σῶμα, τεντώνομαι νὰ πιάσω τι ἀπὸ ὑψηλὰ Α.Κρήτ.: ᾿Ενεκαbανίστηκα νὰ πιˬάσω ἀποὺ τὸ ράφι τὸ bουκκάλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/