ἀνάκαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάκαρο τό, (Ι) Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Αρκαδ. Βυτίν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Λαστ. Μαν. Ξυλόκ. Οἰν.) κ. ά. -Λεξ. Βλαστ. ᾽νιˬάκαρο Πελοπν. (Οἰν.) ἀνακάκαρο Πελοπν. (Οἰν.) ἀνάκαρα ἡ, Ἤπ. -Λεξ. Ἐλεθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀνακάρα Εὔβ (Κάρυστ. Πλατανιστ.) Σαλαμ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνάκαρη Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ. ἁ) Παρ. Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνάκαρ’ Θεσσ (Ζαγορ.) Στερελλ.(Ἄμφ.) ἀνάκρη Ἤπ. ᾿νακάρα Πελοπν. (Κορινθ) Πληθ. ἀνάκαρα τά, σύνηθ. ἀνάκαα Θρᾴκ. (Ταϊφ.) ἀνέκαρα Α.Κρήτ. Κύθν. ἀνάκρα Ἤπ. Θεσσ. ᾿νάκαρα Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (Τρίποδ. κ. ἀ.) Τῆλ. κ. ά. ’νιάκαρα Κύθηρ. Κύθν. ᾿νέκαρα Α.Κρήτ. Κύθν. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἡ λ. μεσν. ὡς μαρτυρεῖται ἐκ τοῦ τύπ. ’νάκαρα, ὅστις παραδίδεται. Πβ. Θυς. Ἀβραὰμ στ. ε25 (ἔκδ. ’ELegrand Biblioth. 1,237) «δὲν ἔχω πλεˬὸ μου ’νάκαρα, ἡ δύναμίς μου ᾽χάθη». Τὸ Κουτσοβλαχ. anakra=τόλμη, δύναμις ἐν Λεξ. ΚΝικολαΐδ. πιθανώτατα ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς.
Σημασιολογία
1)Σωματική δύναμις, ἀντοχὴ σύνηθ.: Δὲν ἔχω ἀνάκαρα νὰ δουλέψω - νὰ κουνηθῶ- νὰ μιλήσω-νὰ περπατήσω-νὰ σαλέψω -νὰ σηκώσω τὰ χέριˬα μου νὰ σταθῶ ᾽ς τὰ πόδιˬα μου κττ. σύνηθ. Δὲν ἔχω ἐγὼ άνάκαρο γιˬὰ τέτο͜ια δουλε͜ιὰ Βυτιν. Δὲν ἔχει ἀνάκαρο νὰ σειστῇ Μάν. Δὲ μοῦ ἔμεινε ἀνάκαρη Παρ. Ὤ καηˬμένε, μιὰν ἀνάκαρη ποῦ τὴν ἔχεις, χίλιˬες ὀκάδες πάει τὸ κάθε σου ποδάρι! Ἀπύρανθ. Δὲν ἔχω ἀνακάρα νὰ σειστῶ Πλατανιστ. ǁ Φρ. Κόπηκαν τ᾿ ἀνάκαρά μου (ἔχασα τὰς σωματικάς μου δυνάμεις. Συνών. φρ. κόπηκαν τὰ ἥπατά μου) πολλαχ. Κάμε τ᾿ ἀνάκαρά σου (κατάβαλε ὅλας τὰς δυνάμεις σου, προσπάθησε ὅσον ἠμπορεῖς) Θρᾴκ. Μὲ τ᾿ ἀνάκαρά σου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Δουλεύω μὲ τ᾿ ἀνέκαρά μου (μὲ ὅλας μου τὰς δυνάμεις) αὐτὀθ. Ἄς γιλάσου μ᾽ οὕλα μ᾽ τ᾽ ἀνάκαρα! (εἴρων. ἐπὶ γέλωτος βεβιασμένον) Λέσβ. ǁ Παροιμ φρ. ᾿'Οψιν θουρᾷς κιˬ ἀνάκαρα ρουτᾷς! (ἐπὶ ὑγιεινῆς καταστάσεως προδήλου ἐκ τῆς ὄψεως) Λυκ. (Λιβύσσ.) ǁ Ποιήμ. Παίρνει βαθὺν ἀνασασμὸ μέσ᾿ ὀχ τὰ φυλλοκάρδιˬα, ’γροικάει καινούργιˬα ἀνάκαρα, νέα ἥπατα, νέα πόδια ΚΚρυστάλλ.Ἔργα 2,71 Π ’ οὔτε δὲν εἶχε ἀνάκαρα κρυφὰ ν᾿ άναστενάζῃ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,357. Συνών. ἀνακάρι. β) Μέσον ἠθικὸν πρὸς προστασίαν, πρὸς ὑποστήριξιν Πελοπν (᾿Αρκαδ.): Ὁ δεῖνα ὑπάλληλος δὲν ἔχει ἀνάκαρο καὶ θὰ τὸν πάψουν. 2) ψυχικὴ διάθεσις εὐάρεστος Ἤπ. κ. ἀ.: Δὲν ἔχω ἀνάκαρα νὰ τὸν κοιτάξω Ἤπ:. β) Ὄρεξις Παξ. κ. ἀ. : Δὲν μοῦ κάνει ἀνάκαρα νὰ φάω Παξ. γ) Ἠσυχία Ἤπ. Θεσσ. (Βόλ. Ζαγορ.) κ. ἀ : Δὲν ἔχω ἀνάκαρα ἀπὸ τὸν δεῖνα (διαρκῶς ἐνοχλοῦμαι) Ζαγορ. Ἤπ. ǁ Φρ. Ἀνάκρα νὰ μὴν ἔχῃ! (ἀρὰ κατὰ τοῦ διαβόλου, ἤτοι νὰ μὴ ἡσυχάζῃ ποτέ, νὰ εἶναι αἰωνίως πλάνης) Ἤπ. δ) Εὐκαιρία Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ.: Δὲν ἔχω ἀνάκαρα ἀπὸ τὰ μικρὰ γιˬὰ περίπατο Ἤπ. Δὲν ἔχει άνάκαρα οὕτε γιˬὰ μιˬὰ στιμἡ νά κάτσῃ αὐτόθ. Δὲν ἔχω ἀνάκαρο νὰ κάνω τή δουλε͜ιά μου Λακων. 3) Θάρος, τόλμη Τῆν. κ. ἀ. Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Δημητρ.: Δὲν εἶχα ἀνάκαρα νὰ τοῦ τὸ πῶ Τῆν. Δὲν ἔχει ἀνάκαρα νὰ τὸ κάνῃ Λεξ. Αἰν. ǁ ᾎσμ. Ἀνάκαρα δὲν ἔχουνε καρσί νὰ τοῦ σταθοῦνε (καρσὶ = ἀπέναντι) Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA