ἀνακατένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατένω Πελοπν. (Λάκων)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατώνω μεταπλασθέν κατὰ τὰ εἰς -ένω.
Σημασιολογία
1) Διακινῶ, ἀνακυκῶ: ᾿Ανακατένω τὀν τραχανᾶ τὰ φασούλιˬα τὸ φαεῖ. 2) Διαταράττω τὴν κανονικὴν θέσιν πράγαμτος τινος:Τί μοῦ ἀνακατένεις τὰ μετάξιˬα; Πβ. ἀνακατεύω, ἀνακατίζω, ἀνακατουλλεύω, ἀνακατώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA