ἀνακατερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνακατερὸς ἐπίθ. Ἄνδρ Εὔβ. (Κάρυστ. Πλατανιστ.) Ἤπ.(Δρόβιαν.) Κρήτ. Νάξ. Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Μεσσ Πάτρ.) κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἀνεκατερὀς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάκατος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός. Διὰ τὸν τοιοῦτον σχηματισμὸν πβ. ἀγαπητὸς-ἀγαπητερός, πρόθυμος -προθυμερός κττ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀμιγἠς, μεικτὸς ἔνθ’ ἀν. : Ἀλεύρι - ψωμὶ ἀνακατερὸ ᾿Αρκαδ. Φασόλιˬα καὶ κουκκιˬά ἀνακατερὰ Κρήτ. Βούτυρο ἀνακατερὸ (ἀνάμεικτον μετὰ λίπους) Πλατανιστ -Λεξ. Δημητρ. Ἀνακατερὸς χόdρος (σῖτος χονδραλεσμένος καὶ ἀνάμεικτος μετὰ γάλακτος πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἄνευ γάλακτος. Συνών. τραχανᾶς) Κρήτ. ᾿Ανεκατερὸ 'έννημα (σῖτος ἄνάμεικτος μετὰ κριθῆς κτλ.) ᾿Απὐρανθ. Κουβέρτα ἀνεκατερή (ποικίλη εἰς τὸν χρωματισμὸν) αὐτόθ. Γάλα ἀνακατερὸ μὲ πρόβε͜ιο Κάρυστ. Κριὓάρι ἆνακατερὀ μἐ σ᾿τάρι Κρήτ. Τραχανᾶς ἀνακατερὸς μὲ χυλοπίττες Μεσσ. Γίδιˬα ἀνακατερὰ (ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ μαζὶ) αὐτόθ. Δὲν ἔν᾽ χάσ’κο ἀλεύιρ’, ἔναι ἀνεκατερὸ (χάσ’κο=χάσικο, καθαρὸν ἐκ σίτου, ἀλεύιρ’=ἀλεύρι) Τῆν. Συνών. ἀνακατεμένος (ἰδ. ἀνακατεύω Α 5), ἀνακατευτός, ἀνάκατος, ἀνακατωμένος (ἰδ. ἀνακατώνω), ἀνακατωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA