ἀνακατεψιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατεψιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακατεψιˬὰ ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνακάτεψι.

Σημασιολογία

1) ’Ανάμειξις, συμφυρμὸς ΠΒλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ. 152: Ἡ πολυκαίρινη ἀνακατεψιˬὰ ἔχει μπερδἐψει ἀξεδιˬάλυτα τοὶς φυλὲς. 2) Εἰς τὸν πληθ., σκάνδαλα, ρᾳδιουργίαι πολλαχ.: Μὴ μοῦ κάμῃς ἀνακατεψιˬὲς! 3) Ἔρις, φιλονικία πολλαχ. Συνών. ἀναγούλα (Ι) Β 3. Πβ. ἀνακάτεψι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/