ἀνακάτωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάτωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακάτωμα τό, κοιν. καὶ Ποντ (Οἰν.) ἀνακάτωμαν Ποντ. (Κερασ. Σαντ Τραπ. Χαλδ.) ἀνακάτουμα βόρ. ἰδιώμ. ἀνεκάτωμα Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Α.Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Νίσυρ. Χίος κ. ἀ. ἀνικάτουμα Ἰμβρ. Λέσβ. Σάμ. κ. ἀ. ᾿νακάτωμα Ρόδ. ᾿νεκάτωμα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾽νικάτουμα Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνακάτωμα. Ὁ τύπ. ἀνεκάτωμα διὰ τὸ ἀνεκατώνω παρὰ τὸ ἀνακατώνω καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 936 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κάνεις ἀνεκατώματα ἐτούτην τὴν ἡμέρα».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἀνακίνησις, ἀνάδευσις πράγματός τινος κοιν.: Τ’ ἀνακάτωμα τοῦ νεροῦ-τοῦ φαγε͜ιοῦ κττ. Τὸ ρυζόγαλο θέλει άνακάτωμα νὰ μὴ πιˬάσῃ. Συνών ἀναγύρισμα 1, ἀνάδεμα (ΙΙ) 1. β) ᾿Αναζωπύρησις κοιν.: Ἡ φωτιˬὰ θέλει ἀνακάτωμα. Συνών. ἀνακάρωμα 3. 2) Ἡ ἄνευ τάξεως τοποθέτησις πραγμάτων, διατάραξις τῆς κανονικῆς θέσεως κοιν.: ’Ανακάτωμα βιβλίων-ἐπίπλων κττ. Εἶdα γυρεύγεις καὶ κάνεις τοσονά ἀνεκάτωμα; Α.Κρήτ. Συνών. ἀνάγερμα 1. 3) Διάθεσις πρὸς ἐμετὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) : Μοῦ ’ρχεται ἀνακάτωμα κοιν. Ἀνακάτωμα τοῦ στομαχιˬοῦ Ζάκ. Ἀνακάτωμαν τῆ καρδίας (στομάχου) Κερασ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α 2. 4) ᾿Ανάμειξις, συμφυρμὸς πραγμάτων διαφόρων, κρᾶσις ὑγρῶν διαφόρων κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Ἀνακάτωμα τοῦ σιταριˬοῦ καὶ τοῦ κριθαριˬοῦ-τοῦ βουτύρου μὲ τὸ λίπος κττ. κοιν. ǁ Φρ. Οἱ δεῖνα εἶνι ᾿νικατὠματα (ἐπὶ κατοίκων κοινωνίας τινὸς διαφόρου καταγωγῆς, παντοδαπῶν) Μακεδ. β) Ὁ μετά τινος ἄλλου ἀναμειγνυόμενος δημητριακὸς καρπὸς Μακεδ (Κοζ.): Βάλαμι ᾿ς τοὺν καφὲ ἀνακάτουμα (οἷον κριθάρι, ρεβίθι κττ.) 5) Δημητριακὸς καρπὸς ἀνάμεικτος ἐκ διαφόρων ποιοτήτων ἢ διαφόρων εἰδῶν καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ ἄλευρον ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.): Θ’ ἀλέσω ἀνακάτωμα. Τι’ σ’τάρ' εἶν᾽ αὐτὸ ;-Ἀνακατώματα Ζαγόρ. Β) Μεταφ. 1) Συγκίνησις διὰ τὴν στέρησιν πράγματος ποθητοῦ ἢ τὴν ἀνάμνησιν γεγονότος λυπηροῦ Πόντ.(Κερασ): Ἔρθεν ἀτον ἀνακάτωμαν. 2) Ἀνώμαλος πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ ἢ οἰκογενειακὴ κατάστασις, σύγχυσις, στάσις, ἐπανάστασις κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ): Ὁ πόλεμος μᾶς ἔφερε ἀνακάτωμα. ᾿Εγινε μεγάλο ἀνακάτωμα κοιν. Μὰ εἶdα ’ναι καὶ θωρῶ τοσονὰ ἀνεκάτωμα ᾿ς τὸ σπίτι dως; Α.Κρἠτ. ǁ ᾎσμ. Παρακαλῶ τὴν Παναγιˬά, παρακαλῶ τσ' ἁγίους νὰ γέν’ ἕν᾿ ἀνακάτωμα νὰ βγοῦν οἱ φ’λακισμένοι. Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωφίλ. πρᾶξ. Δ στ. 9 (ἔκδ. ΚΣάθα) «μεγάλ’ ἀνακατώματα καὶ ταραχὴ περισσὰ» Συνών. ἀνάβρασι 2, άναδεμός, ἀνακατωμὸς Β 3, ἀνακάτωσι Β2, ἀναστάτωμα, ἀναστάτωσι, σύχυσι, ταραχή. 3) Ἀνάμειξις. ἐπέμβασις εἰς ἀλλότρια ἔργα Πόντ (Κερασ. Σάντ.) κ. ἀ..: Ντό ἔν᾿ τ᾿ ἔσὸν τ᾽ ἀνακάτωμαν ᾿ς ἀτὸ τὴ δουλείαν; (τί εἶναι ἡ ἰδική σου ἀνάμειξις εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν; ἤτοι διατί ἀναμειγνύεσαι κτλ.) Κερασ. 4) Εἰς τὸν πληθ., συγχρωτισμοί, σχέσεις πολλαχ.: Δὲ θέλω μαζί του ἀνακατώματα. 5) Ρᾳδιουργία, σκάνδαλον, συνήθως κατὰ πληθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): ’Σ ὅπο͜ιο σπίτι μπῇ κάνει ἀνακάτωμα. ’Αγαπάει τ᾿ άνακατώματα. Βάζω ἀνακατώματα (συνών. φρ. βάζω φιτίλιˬα). Πεˬὸ πολὺ τ᾽ ἀνακατώματα τὰ κάνουν οἱ γυναῖκες κοιν. Ἐποίκεν πολλὰ άνακάτωμαν Κερασ. ǁ ᾎσμ. ᾿Ανάθεμα τὰ στόματα, | βάζουν τ’ ἀνεκατώματα Ἀνδρ. Συνών. ἀνάβαλμα3, ἀναβάλωμα, ἀναγορε͜ιά Πβ. ἀνακάτεμα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA