ἀνακατωσιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατωσιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνακατωσιˬάρις ἐπίθ. σύνηθ. ἀνακατωσάρις πολλαχ. ἀνακατωχιˬάρις Πελοπν. (Λακων.) ἀνεκατωσάρις Α.Κρήτ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνακατωσιˬά, παρ’ ὃ καὶ ἀνακατωχία, ὅθεν τὸ ἀνακατωχιˬάρις. ᾿Εν τοῖς τύπ. ἀνακατωσάρις καὶ. ἀνεκατωσάρις δὲν ὑπόκειται ἡ κατάλ. –άρις, ἀλλά συνέβη οὐρανώσεως ἀπώλεια.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀναμειγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις πολλαχ. 2) Ὁ τὰ πάντα συνταράσσων καὶ δὴ σφοδρῶς Κρήτ. (Βιάνν.) : Ἀέρας ἀνεκατωσάρις. 3) Μεταφ. διαβολεύς, ρᾳδιοῦργος σύνηθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακατούρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA