ἀνακατωσούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατωσούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακατωσούρα ἡ, κοιν. ἀνακατουσούρα βόρ. ἰδιώμ. ἀνακατ'σούρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνεκατωσούρα Ἄνδρ. Κάρπ. Α.Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Μύκ. Νάξ. Νίσυρ. Χίος κἀ. ἀνικατουσούρα Ἴμβρ. Λῆμν. Σάμ. κ. ἀ. ἀνασκατούρα Στερελλ. (Αἰτωλ) ’νακατωσούρα ἐνιαχ. ᾽νεκατωσούρα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνακάτωσι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρα
Σημασιολογία
1) Στομαχικὴ διατάραξις, τάσις πρὸς ἐμετόν, ναυτία Ἄνδρ. Α.Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰττωλ.) κ. ἀ. Λεξ. Βλαστ. 192 καὶ 398: Καταλαβαίνω μιˬὰν ἀνεκατωσούρα Νίσυρ. Μοῦ ’ρθαν ἀνασκατοῦρις, θᾶ ξιράσου Αἰτωλ. Δὲ γατέω εἶdα ’φαγα κ᾽ἔχω μεγάλη ἀνεκατωσούρα Σητ. Ἀνεκατωσούρα ΄γροικῶ καί φοβοῦμαι πῶς θα ξεράσω αύτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α2 2) Ἀνάμειξις, σύγχυσις προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν.: Ἔγινε 'ς τὸ σπίτι μιˬὰ μεγάλη ἀνακατωσούρα. Τὸ ταξίδι μᾶς ἔφερε σὲ ἀνακατωσούρα ποῦ δὲ λέγεται! κοιν. ǁ Ποίημ. Καὶ τόσο ποῦ μοῦ ἧρθε μιˬὰ σκοτούρα ᾽ς ἐκείνη τὴν ἀτέλε͜ιωτη ἀνακατωσούρα ΔΚόκκος ἐν ’Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 158. 3) Ταραχή, φιλονικία, ἔρις κοιν.: Ἀπάνω ᾿ς τὸ μεθύσι ἔγινε ἀνακατωσούρα. Ὥς τώρᾳ εἴχαμε πολλὲς ἀνακατωσοῦρες κοιν. Γλέπ’ς τί ᾽νεκατωσοὐρα γέ’κε ! Σαρεκκλ. Συνων. ἀνάβρασι 2, ἀναδεμός Πβ. ἀνακάτεμα, ἀνακάτωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA