ἀνάκλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάκλημα τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνάκλεμα Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχουδ. Χωρίο Βουν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακλῶ
Σημασιολογία
Ἡ ραφή κραασπέδου ἐνδύματος. Συνών. στρίφωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA