βότα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βότα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βότα ἡ, Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Ἄνθος εὐῶδες τιθέμενον ὡς κόσμημα εἰς τὸ οὖς, τὸ στῆθος ἢ τὴν ζώνην: Βάζω βότα ’ς τὸ ’φτί. || ᾌσμ. Ἤθελα νὰ γινόμουνα ἐτσεῖ, ποῦ θ’ ἀρμενίζῃς, κρύο νερὸ νὰ λούζεσαι τσαὶ βότα νὰ μυρίζῃς. Πᾶρ’ τα, τοῦ λέει, ἀδερφέ, γιˬὰ νὰ τὰ βάλῃς βότα, πῶς μεθυσμένος ἤσουνα καὶ τά ’βαζες καὶ πρῶτα (νὰ βάλῃς ὡς βότα ἐνν. τὰ γαριφαλάκια) 2) Τεχνητὴ πτυχὴ εἰς τὰ γυναικεῖα φουστάνια ἢ τὸ νυμφικὸν φόρεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA