βοτάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοτάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοτάνι (Ι) τό, βοτάνιν Πόντ. (Οἰν.) βουτάνιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βοτάνι σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Σινώπ.) Τσακων. βοτάν’ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) βουτά’ βόρ. ἰδιώμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βοτάνι, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βοτάνιον.
Σημασιολογία
1) Τὸ χόρτον, τὸ μὲ ποῶδες στέλεχος φυτὸν (πόα) καὶ ἰδίως τὸ ἀγριόχορτον (Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολ. Δημώδ. <1944> 2, 16-19) πολλαχ.: Ἡ γῆς ἔβγαλε φέτος πολὺ βοτάνι Κρήτ. || ᾎσμ. Οὑ δυˬόσμους κιˬ οὑ βασιλικὸς κὶ τοὺ μακιδουνήσι, τὰ τριˬὰ βουτάνιˬα μάλουναν, τά τριˬὰ βουτάνια λέγουν Μακεδ. β) Τὸ χορτῶδες ζιζάνιον τοῦ καλλιεργημένου ἀγροῦ, τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῆς σιτοφόρου γῆς πολλαχ. καὶ Τσακων. γ) Τὸ πρὸς μεταφύτευσιν καλλιεργούμενον φυτὸν Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. 2) Τὸ ἐν γένει φαρμακευτικὸν φυτόν, τὸ «βοτανικὸν φάρμακον» τοῦ Διοσκορίδου (Προοίμ. σ. 2) κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μεταλλικὸν σύνηθ. καὶ Τσακων.: Τὸν ἔβαλαν ᾽ς τὰ βοτάνιˬα (τὸν ὑπέβαλαν εἰς τὴν διὰ βοτανῶν θεραπείαν) πολλαχ.: Φρ. Τὰ γιράματα δὲν ἔχ’νι βουτά’ Μακεδ. | ᾌσμ. Ἀλλοίμονο, δὲ βρίσκεται ’ς τὴ Ρούμελη βοτάνι κιˬ ἕνας βασιλικὸς γιˬατρὸς τὸν πόνο μου νὰ γιˬάνη Χίος ’Σ τοῦ Χάρου τοὶς λαβωματεˬὲς βοτάνιˬα δὲ χωροῦνε οὔτε γιˬατροὶ γιˬατρεύουνε οὔτ᾽ ἅγιοι χωροῦνε Αἴγιν. Ἔρωτα, ποῦ μὲ πλήγωσες, δῶ μου καὶ τὸ βοτάνι Κρήτ. Ὁπού ’δωσε τὴ μαχαιρεˬά, δίνει καὶ τὸ βοτάνι (Βύρων 3, 375) β) Κάθε θάμνος ἐκ τῶν μελισσοτρόφων χρήσιμος πρὸς παραγωγὴν ἀρωματικῆς ἢ θεραπευτικῆς οὐσίας Σίφν. κ.ἀ. γ) Ὡς ὅρος συνώνυμος τοῦ φαρμάκου, πᾶσα ἰατρικὴ ὕλη ὀργανικὴ ἢ ἀνόργανος, ἁπλῆ ἢ σύνθετος (σκευασία), τὸ γιˬατρικὸ ἐν γένει σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.): ᾎσμ. Πᾶρε, γιˬατρὲ τὰ γιˬατρικὰ καὶ τὰ βοτανικά σου Κρήτ. 3) Τὸ δηλητηριῶδες γενικῶς φυτόν, τὸ φυτικὸν φαρμάκι Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Σῦρ. κ.ἀ.: Φαρμάκι καὶ βοτάνι νὰ σοῦ γενῇ! (ἀρὰ) Μέγιστ. 4) Ἡ μαγικὴ πανάκεια, τὸ θρυλικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ βοτάνι τοῦ ἀνιάτου πάθους καὶ τῆς ἀγιατρεύτου πληγῆς, τὸ φυτικὸν ἀθάνατο νερὸ σύνηθ. 5) Τὸ φίλτρον ἐν γένει καὶ εἰδικώτερον τὸ φίλτρον τοῦ ἔρωτος, τὸ περιληπτικὸν βοτάνι τῆς ἀγάπης σύνηθ. Συνών. ἀγαποβότανο. 6)Ὡς εἰδικὸν ὄνομα ἐνίων φυτῶν κατ’ ἀναφορὰν πρὸς μίαν εἰδοποιὸν διαφορὰν α) Μεγάλο βοτάνι, τὸ φυτὸν ἀριστολοχία ἡ Κρητικὴ (aristolochia Cretica) τῆς τάξεως τῶν ἀριστολοχιωδῶν | aristolochiaceae) ΠΓεννάδ. 141 Λεξ. Βλαστ. 448. β) Τοῦ Χριστοῦ τὸ βοτάνι, εἶδος ἡλιοτροπίου Ἤπ. Θήρ. Ρόδ. γ) Τοῦ Προδρόμου τὸ βοτάνι, ὑπερικὸν τὸ διάτρητον (hypericum perforatum) ἀγν. τόπ. Συνών. βάλσαμο 2 ς. δ) Βοτάνι τῆς Ἀνάστασις, φυτὸν διὰ τοῦ ὁποίου πιστεύεται ὅτι γίνεται ἀνάστασις νεκροῦ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ε) Βοτάνι γιˬὰ τὰ δόντιˬα, φυτὸν τοῦ ὁποίου τὸ ἀφέψημα χρησιμοποεῖται κατὰ τῆς ὀδονταλγίας
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA