ἀνάκουπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκουπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνάκουπα ἐπίρρ. Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιρρ. κούπα.

Σημασιολογία

Ὕπτίως: Γνωμ. Τῆς ἀκαμάτρας τὸ παιδὶ κούπα τσὶˬ ἀνάκουπα τσυλε͜ιέται. Συνων. ἀνάκολα 3, *ἀνακούκουλλα 2, ἀνακούρκουδα 2, ἀνάσκελα, ἀντίθ. κούπα, προύμυτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/