βότρυχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βότρυχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βότρυχος ὁ, Μεγίστ. βούτρυχος Μεγίστ. βούτρυχας Μεγίστ. βούρυχο τό, Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) βέρουχο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) γούρυφο Εὔβ. (Κονίστρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βότρυχος=βόστρυχος. Διὰ τὸν τύπ. βούρυχο πβ. ἄρωπος παρὰ τὸ ἄθρωπος.
Σημασιολογία
1) Βοτρύδι Α 2, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κουρ. Κύμ.) Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Γαλην. 6,576-7 «τὴν τοῦ στεμφύλου προσηγορίαν ἐπιφέρουσιν αὖ τῷ τῶν κλημάτων ἐκπεφυκότι ριζώματι τῶν ραγῶν· τοῦτον ἡμεῖς βότρυχον καλοῦμεν, ὅθεν ἐξήρτηνται αἱ ραγάδες». 2) Σταφυλὴ ἀτροφικὴ μὲ ξηρὰς ρᾶγας Εὔβ. (Κουρ.): Φέτι ’ὲν εἴδαμε καλὸ σταφύλι, οὕλ-λο βούρυχα μαζ-ζέψαμε. 3) Μεταφ. τὸ περὶ τὰς κνήμας κρέμασμα τῆς βράκας Μεγίστ.: ᾎσμ. Ἔκαμα τ’ ἀντροῦ μου βράκαν | τσαὶ τοῦ γιˬοῦ μου ’πανωβράκαν τσ’ ἔλειπεν ἑ σέλλα βούλη | τσαὶ τὰ δυˬὸ τὰ ποδινάριˬα, ἔλειπεν τσ’ ἑ βούτρυχος | ἀουπίσω τσ’ ἀουμπρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA