βοτσαλένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοτσαλένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βοτσαλένιˬος ἐπίθ. ΝΧαλιορ. Ὑδρέικ. Θρῦλ. 122 βησσαλένιˬος Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βότσαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ένιˬος.
Σημασιολογία
1) Πήλινος, ὀστράκινος Κάλυμν. 2) Στρωμένος μὲ βοτσαλάκια, μικρὰς ποταμίας ἢ αἰγιαλίας ψήφους ΝΧαλιορ. ἔνθ’ ἀν.: Βοτσαλένιˬα παραλία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA