ἀργαστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργαστήρι τό, ἐργαστήρι Κρήτ. Σίφν. ἐργαστζήρι Τσακων. ἐργαστέρ’ Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀργαστήριν, Χίος ἀργαστήρι κοιν. ἀρgαστήριν Κύπρ. ἀρgαστήρι Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Λέρ. ἀργασκήρι Χίος (Μεστ.) ἀργαστζήρι Τσακων. ἀρκαστήριν Κύπρ. Ρόδ. ἀργαστσήι Τσακων. ἀργασήρι Τσακων. ἀργασήι Τσακων. ἀζγαστήρι Χίος (Ἅγιος Γεώργ. Πυργ.) ἀργαστήρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀργαστέριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀργαστέρι Πόντ. (Σούρμ.) ἀργαστέρ’ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγραστήρι Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ.) ἀγραστήρ’ Καππ. (Σίλατ. Ποτάμ.) ἀγραστέριν Πόντ. (Κερασ.) ἀγραστέρι Πόντ. (Ὄφ.) ἀγραστέρ’ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐργαστήριον. Τὸ ἀρκτικὸν α ἐκ τῆς ἐν συνεκφ. ἐκκρούσεως τοῦ ε ὑπὸ τοῦ προηγουμένου ἰσχυροτέρου α τοῦ ἄρθρ. τά, τὰ ἐργαστήρια-τὰ ᾿ργαστήρια-τ’ ἀργαστήριˬα καὶ περαιτέρω ἐκ τοῦ πληθ. ὁ ἑνικ. ἀργαστήρι.
Σημασιολογία
1) Οἰκοδόμημα, κατάστημα εἰς τὸ ὁποῖον ἐξασκεῖται τέχνη τις σύνηθ. καὶ Καππ. (Ποτάμ. Σίλατ. Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ.): ᾎσμ. Καὶ πᾶρ’ τα κ’ ἔλα μιˬὰ βραδυˬά, ἕνα Σαββάτο βράδυ, θὰ πάν’ ἡ μάννα μ᾿ ’ς ἐκκλησιˬὰ κιˬ᾿ ἀφέντης μ᾿ ’ς τ’ ἀργαστήρι τὰ δυˬό μ᾽ ἀδέρφιˬα ᾿ς τὸ σκολε͜ιό, πανούκλα νὰ τὰ μάσῃ Θεσσ. (Ὄλυμπ.) β) Σιδηρουργεῖον ἢ χαλκουργεῖον Ἤπ. Μέγαρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ) Πάου ’ς τ᾿ ἀργαστήρ’ νὰ δ’λέψου Ἤπ. γ) Ὑποδηματοποιεῖον Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) δ) Ραφεῖον Μέγαρ. Πόντ. (Ὄφ.) κ.ἀ.: Κάθεται ᾽ς σ᾿ ἀγραστέρ’ ταὶ ράφτ’ Ὄφ. ε) Ὑδρόμυλος Ἄνδρ. Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. Συνών. μύλος. ζ) Νεροτριβεῖον, ἤτοι μέρος ἔνθα τὰ μάλλινα ὑφάσματα βρεχόμενα ὑπὸ τοῦ καταπίπτοντος ὕδατος καὶ ἰσχυρῶς πληττόμενα ὑπὸ εἰδικῶν ξυλίνων κοπάνων ὑπ᾿ αὐτοῦ κινουμένων ἀποκτοῦν λάχνην καὶ πυκνήν σύστασιν Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. μαντάνι, νεροτριβή. ζ) Τὸ μέρος ὅπου πατοῦνται αἱ σταφυλαὶ πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ γλεύκους, ληνός, Τῆν. Συνών. πατητήρι η) Κλίβανος πρὸς παρασκευὴν ἄρτου, φοῦρνος Ἀθῆν. (παλαιότ.) θ) Καλύβη, παράπηγμα ἢ σκιὰς ὅπου οἱ ἐργάται τῶν ἰχθυτροφείων πλέκουν καλαμωτάς, ἁλατίζουν τὰ ψάρια καὶ παστώνουν τὰ ἀβγοτάραχα Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ι) Σῦστημα ἁλυκῶν τεταγμένων εἰς δύο σειρὰς χωριζομένας διὰ διαδρόμου τραπέζι καλουμένου εἰς τὸ ὁποῖον συσσωρεύεται προσωρινῶς τὸ ἅλας ἐξαγόμενον ἐξ αὐτῶν Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ια) Καφενεῖον Βιθυν. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.): Πάω-κάθομαι ᾿ς τ᾿ ἀργαστήρι Σέλιν. Ἔρχομαι ἀπὸ τ’ ἀργαστήρι αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. (Σέλιν.) 2) Πᾶν πρατήριον ὅπου πωλοῦνται οἱαδήποτε πράγματα, παντοπωλεῖον, ἐμπορικὸν κττ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλατ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Οἱ παλαι͜οὶ ἀνοίγανε πρωὶ πρωὶ τ᾿ ἀργαστήριˬα τ’νε Σκῦρ. Ἀργαστήρι εἶναι ὁ μαατζὲς του (σὰν ἐμπορικὸ εἶναι ἡ ἀποθήκη του) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πήαινε ᾽ς τ᾿ ἀργαστήρι νὰ ψωνίσῃς Λευκ. Ἄιτε νὰ πάρῃς τυρὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἀργαστήρια Βιθυν. Φρ. Ἀνοίγω ἀγραστέρ᾿ (κάμνω ἐγκατάστασιν ἐμπορικοῦ καταστήματος διὰ νὰ μετέρχωμαι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου. Συνών φρ. ἀνοίγω μαγαζὶ) Χαλδ. || Παροιμ. Τ᾽ ἀργαστήρι θέλει κουτσὸ νοικοκύρι (ὅτι ὁ ἔμπορος δὲν πρέπει ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ κατάστημά του διὰ νὰ μὴ τοῦ διαφεύγουν κέρδη ἐκ τῆς ἀπράκτου ἀποχωρήσεως τῶν προσερχομένων πρὸς ἀγορὰν πελατῶν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 292,117. || ᾌσμ. Ὅσ’ ἀστεράκιˬα οὑ οὐρανός, τῆς Πόλις ἀργαστήριˬα, τόσις φουρὲς σὶ φίλησα ’ς τὰ μάτιˬα κὶ ᾿ς τὰ φρύδιˬα Μακεδ. (Φλόρ.) Ἀφέdη μ᾿ κι ἀφεdίτση μου, πέντε βολὲς ἀφέdη, δὲ σ’ ἔπρεπε δὲ σ’ ἔμο͜ιζε ἐδῶ σὲ τούτ᾿ τὴ χώρα, μόν’ σ᾽ ἔπρεπε καἰ σ’ ἔμο͜ιαζε ᾽ς τῆς Πόλις τ’ ἀργαστήριˬα Θεσσ. Συνών. ἐμπορικὸ (ἰδ. ἐμπορικός), μαγαζί. β) Πληθ. ἀργαστήριˬα, τόπος ἀγορᾶς καὶ πωλήσεως ἐνιαχ. Συνών. ἀγορὰ 3. γ) ’Αποθήκη Κρήτ. Κῶς κ.ἀ.: Νὰ τά ’χῃς ἀποθηκεμένα ᾿ς ἕν᾽ ἀργαστήρι Κῶς. 3) Ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς ’Αμοργ. Εὔβ. (Αἰδηψ. Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Ὄρ.) Ἰων. (Καράμπ. Κρήν.) Κρήτ. (Ἔμπαρ. Σέλιν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύπρ. Πόντ. (᾽Αμισ. Τραπ.) Χίος Τσακων. κ.ἀ. Ἤβαλα ἑκατὸ πῆχες στημόνι ’ς τ᾿ ἀργαστήρι Κρήν. Δὲν ξέρει ἀργαστήρι (δὲν γνωρίζει νὰ ὑφαίνῃ) Κρήτ. || Φρ. Βάνω ἀργαστήρι (ταξινομῶ τὸν στήμονα ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ. Συνών. φρ. ἑτοιμάζω-ρίχνω ἀργαλε͜ιὸ) Κρήν. || Γνωμ. Ὅπο͜ια θέλει νὰ γεράσῃ | ἀργαστήρι ν᾿ ἀγοράσῃ τσ᾽ ὅποια θέλει νά ’ναι νεˬὰ | νὰ πά’ μάθῃ τὰ πλουμιˬὰ Μεγίστ. ᾎσμ. Ἀργά ’ναι, bλεˬό, πουλλάκι μου, σκόλασε τ᾿ ἀργαστήρι Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργαλε͜ιὸ 2. β) Ἑκατέρα τῶν δύο ξυλίνων κυλινδρικῶν ράβδων τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ ἐφ’ ὧν περιτυλίσσεται ἐπὶ μὲν τοῦ ὀπισθίου ὁ στήμων, ἐπὶ δὲ τοῦ ἐμπροσθίου τὸ ὕφασμα Πόντ. (Σούρμ.) Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀργαλε͜ιὸ 2γ. 4) Ξύλινον τραπεζοειδὲς στήριγμα ἐπί τοῦ ὁποίου τοποθετοῦνται αἱ καλαμωταὶ τῶν μεταξοσκωλήκων Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA