ἀργαστηριˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαστηριˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀργαστηριˬάρις ὁ, ἐργαστηριˬάρις Χίος -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀργαστηριˬάρι’ς Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Δημητσάν. Μεσσ. Πάτρ.) Σκῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀργαστηριˬάρ’ς Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ. Πληθ. ἀργαστηριˬαραῖοι Ἤπ. Κέρκ. - ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,103 ἀργαστηριˬαροὶ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀργαστήρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἐργαστήριον ὡς τεχνίτης πολλαχ. 2) Ὁ ἔχων πρατήριον, ἔμπορος, παντοπώλης κττ. πολλαχ.: Ὁ ἐργαστηριˬάρις ἔχει σφαλιστὰ Χίος Ἀραδαριˬὰ ᾿ς τὸ παζάρι οἱ ἀργαστηριˬαραῖοι κάθονται μὲ σταυρωμένα τὰ χέριˬα χωρὶς δουλε͜ιὰ ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Ὁ ἀργαστηριˬάρις πρέπει νά ’χῃ κοιλιˬὰ μεγάλη καὶ τρύπιˬα ἀφτιˬὰ (ὁ ἔμπορος πρέπει νὰ ἀνέχεται τὰς ἰδιοτροπίας τῶν ἀγοραστῶν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 178,28. || ᾌσμ. Βρίσκει τὴν πόρταν ἀνοιχτή, τὴν πόρταν ἀνοιγμένη, βρίσκει τὴ μάννα κ’ ἔπαιζε μὲ τὸν ἀργαστηριˬάρι Πελοπν. Σκουλνοῦν οἱ ἀργαστηριˬαροί, σκουλνοῦν οἱ ἀφιdᾶδις Aἶν. Συνών. ἀργαστηρᾶς. Πβ. μαγαζάτορας. Ἡ λ. καὶ ἐπών. Ὕδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA