ἀφρολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφρολόγος ὁ, Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀφριλόγος Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -λόγος. Τὸ ἀφριλόγος καὶ μεταγν. Ἰδ. Θησαυρ.
Σημασιολογία
Κουτάλα τρυπητή διὰ τῆς ὁποίας ἀφαιρεῖται ὁ ἀφρὸς βράζοντος φαγητοῦ. Συνών. ξαφρολόγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA