βουὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
βουὰ ἐπιφών. Κάρπ. βουὰς Κάσ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Βοῦ 1, ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βουὰ τῆς μοίρας της! Κάρπ. || Παροιμ. Βουὰς τὸν γέρου δεκοχτὼ τσ’ ὁ νοῦς του ᾿ὲν τὸν γέρει (ἀλλοίμονο ἐκείνου ποῦ τὸν δέρνουν δεκαοχτὼ καὶ ὁ νοῦς του δὲν τὸν δέρνει, ὅτι ἂν δὲν ἔχῃ τις συνείδησιν τῶν σφαλμάτων του, ματαίως τὸν ἐπιπλήττουν οἱ ἄλλοι) Κάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA