βούβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βούβα (ΙΙΙ) ἡ, πολλαχ. βούα Κάρπ. γούβα Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβός.

Σημασιολογία

1)Ἔλλειψις λαλιᾶς, ἀφασία, σιωπὴ, πολλαχ.: Τὸν ἔπιˬασε βούβα (ἐπὶ τοῦ σιωπῶντος) πολλαχ. Βούβα νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρὰ) πολλαχ. Βούα νὰ σὲ κόψῃ! (ἀρὰ) Κάρπ. Νὰ βά’ς τὴ βούβα ’ς τὸ στόμα! (ἀρὰ) Ἤπ. || Φρ. Βούβα τὰ σταφύλιˬα (φράσις συνθηματικὴ=σιώπησε, διότι θὰ μᾶς ἀκούσουν) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Συνών. βουβάγρα, βουβάδα, βούβαμα, βουβαμάγρα, βουβαμάρα, βουβαμός, βουβάρα, μουγγαμάρα. 2) Τὸ ἔντομον σκνὶψ (πιθανῶς διότι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κώνωπα δὲν βομβεῖ) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/