βουβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουβαίνω, βωβαίνω Σύμ. βουβαίνω σύνηθ. βουβαίνου Τσακων. βουαίνω Κάρπ. Μεγίστ. Ρόδ. β’βαίνω Πάρ. (Λεῦκ.) β’βαίνου βόρ. ἰδιώμ. γουβαίνω Χίος κ.ἀ.-ΓἘπαχτίτ. Ἱστορ. 27 γ’βαίνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) γουβουαίνω Χίος (Καρδάμ.) Παθ. προστ. βουβάσου σύνηθ. ’ουβάσου Κέρκ. βουάθου Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τινὰ βωβόν, ἄλαλον σύνηθ. καὶ Τσακων.: Τοῦ ’δωσε μιˬὰ ’ς τὸ στόμα καὶ τὸν βούβανε. Βουβάθηκε καὶ δὲ μιλάει. Βουβάσου! (σιώπα!) Δὲ βουβαίνεσαι! (δὲν σιωπᾷς!) σύνηθ. Τοῦ παππᾶ τὸ χουλιˬάρι νὰ σὲ βουβάνῃ! (ἀρὰ) Βιθυν. (Κατιρ.) Πῆγα νὰ γ’βαθῶ (κόντεψα νὰ βουβαθῶ) Αἰτωλ. || ᾎσμ. Πουλλιˬά, νὰ μὴ λαλήσιτι, κοῦκοι, νὰ γουβαθῆτι κ’ ἰσὺ καηˬμένη Ἀρβανιτιˬά, ’ς τὰ μαῦρα νὰ ντυθῆτι Αἰτωλ. Μετοχ. βουβαμένος, βωβός, ἄλαλος ἢ ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μείνῃ ἄλαλος πολλαχ.: ᾎσμ. Ποι͜ὸς εἶπι πῶς δὲ σ’ ἀγαπῶ, πο͜ιὸ βουβαμένου στόμα, π’ νὰ κάνῃ μῆνις ’ς τοῦ γιˬατρὸ καὶ χρόνιˬα μέσ’ ’ς τὸ στρῶμα Λέσβ. 2) Ἀναγκάζω τινὰ διὰ τῶν λόγων μου νὰ σιωπήσῃ, ἀποστομῶ πολλαχ.: Τοῦ τά ’πε ἕνα χεράκι καὶ τὸν βούβανε. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστομώνω 1, ἔτι δὲ βουβοστομιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA