βουβαλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουβαλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουβαλάκι τό, πολλαχ. βουβαλάτσι Μεγίστ. bουβαλάκι Καλάβρυτ. (Ροχούδ.) bουφαλάκι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) bουχαλάκι Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βουβάλι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Τὸ νεογνὸν τοῦ βουβάλου ἢ μικρὸς βούβαλος πολλαχ. Συνών. βουβαλούδι. 2) Εἶδος θαλασσίου ὀστρακοδέρμου Μεγίστ. 3) Κοχλίας Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Διὰ τὴν σημ. πβ. Δουκ. Αpp. «βουβαλήτσια, τὰ πυρώδη κοχλίδια».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/