ἀνάκουφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκουφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάκουφα ἐπίρρ. Πελοπν. (Κορινθ. Τρικκ Φεν.) Ποντ (Κερασ. Οἰν.)-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. (λ. ἀνάκουφος) Δημητρ. ἀνάκ’φα Προπ (Κύζ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάκουφος.
Σημασιολογία
1) Ὄχι στεγανῶς, ἀλλὰ χαλαρῶς πως, ἐλαφρῶς Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. : Εἶμαι σκεπασμένος ἀνάκουφα Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Σκέπασε τό φαεῖ ἀνάκουφα νὰ μὴ φουσκώσῃ αὐτόθ. Σκέπασε τὸ γάλα ἀνάκουφα νἀ παίρνῃ ἀέρα Λεξ. Δημητρ. 2) Ἄνευ σταθερᾶς ὑποκάτωθεν ἐπαφῆς, μετεώρως πως Πελοπν. (Κορινθ. Τρικκ Φεν.) Ποντ (Κερασ. Οἰν.) Προπ. (Κύζ)-Λεξ. Δημητρ.: Ἡ στέγη στέκει ἀνάκουφα ᾽ς τὸ σπίτι Φεν. Αὐτὸ τό ᾽βαλες ἀνάκ’φα Κύζ. Ἐκάτσα ἀνάκουφα Οἰν. ᾿Ανάκουφα ἔρριξες τὰ ξύλα κ᾿ ἔπιˬασαν πολὺν τόπο Λεξ. Δήμητρ. Στέτει ἀνάκουφα Τρικκ. Πβ. ἀνακούρκουδα 1, ἀνακουφωτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA