ἀνάκουφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκουφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάκουφος ἑπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πόντ.(Κερασ. Οἰν.) -ΠΒλαστοῦ ’Αργ. 227-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ.Δημητρ. ἀνακοῦφος Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. κοῦφος.
Σημασιολογία
1) ’Ελαφρὸς Κάρπ. 2) Ὁ μὴ καλῶς προσηρμοσμένος, ὁ μὴ ἔχων συνοχὴν Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ.: Ἔρριξα τὸ πάπλωμα ἀνάκουφο Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἀνάκουφο πάπλωμα δὲ ζεσταίνει αὐτόθ. Τοῦβλα ἀνάκουφα Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ μὴ καλῶς κεκλεισμένος, ἡμιάνοικτος Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.): ’Ανάκουφη πόρτα..) 4) Ὁ μὴ καλῶς ὑπερειδόμενος, μετέωρός πως καὶ δὴ ἐτοιμόρροπος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Σπίτιν ἀνάκουφον Οἰν 5) Ὑπόκωφος ΠΒλαστὸς ἔνθ' ἀν.: Ποιημ. Μὲ ἀνάκουφη γῦρο του ὀργὴ πάντα βροντάει (ἐνν. τὸ κῦμα). Πβ. ἀνακουφωτὸς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA