βουβαλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουβαλεˬὰ ἡ, βουβαλέα Κάρπ. βουβαλεˬὰ Ἀθῆν. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κρήτ. Σάμ. Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 350 βουβαλὲ Δ.Κρήτ. β’βαλεˬὰ Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουβάλι ἢ βούβαλος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Δέρμα βουβάλου Ἀθῆν. Κάρπ. Κρήτ. Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βουβάλι Α2, βουβαλόδερμα 1, βουβαλόπετσα 1, βουβάλοπέτσι 1, βουβαλοτόμαρο 1. β) Δέρμα βοὸς Ἀθῆν. Κρήτ. 2)Ὀσμὴ βουβάλου Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Σάμ.: Παροιμ. Τοὺ βουβάλι κιˬ ἂν ξιπέσῃ, | πάλι βουβαλεˬὲς μυρίζει (ὅτι οἱ ἰσχυροὶ ἄνθρωποι καὶ ἐκπεσόντες πάλιν διατηροῦν δύναμιν) Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA