ἀργατικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργατικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργατικὸς ἐπίθ. ἐργατικός λόγ. κοιν. ἀργατικός σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. Θηλ. ἐργατίκισσα ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 35 ἀργατίκισσα Κέρκ. ἀργατίκεσσα Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἐργατικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλόπονος κοιν.: Ἄνθρωπος ἐργατικός. Γυναῖκα ἐργατικει͜ὰ κοιν. Ὁ δεῖνα εἶναι ἐργατικὸς καὶ θὰ ζήσῃ Κρήτ. || Ποίημ. Ἄκουσε τ᾽ ἀναστέναγμα τοῦ ναύτη, τ᾿ ἀγωγιˬάτη, τοῦ θεριστῆ τοῦ ἀργατικοῦ ἔμαθε τὸ τραγούδι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,91. 2) Οὐσ., ἐργάτης πολλαχ.: Δούλεψα πολλὰ χρόνιˬα ἐργατικὸς πολλαχ. Ἤθελα νὰ βάλω ἐχτὲς ἤ σήμερα δύο τρεῖς ἐργατίκισσες ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀργάτης 1. β) Γεωργὸς Νάξ. ('Απύρανθ.): Ὁ δεῖνα εἷναι ἐργατικὸς καὶ βραδυˬάζει καὶ ξημερώνει μὲ τὴ δουλε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/