βουβαλοζεύγαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλοζεύγαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβαλοζεύγαρο τό, Ἄνδρ. (Κόρθ.) βουβαλουζεύγαρου Θεσσ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι καὶ ζευγάρι. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Λαογρ. 1, 571 «ἀπάνω εἰς τὴν ἀπιδεὰν ἀλώνιζεν ἐκεῖνος | μ’ ἑφτὰ βουβαλοζεύγαρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος».
Σημασιολογία
Ζεῦγος βουβάλων: ᾌσμ. Σφάζει σαράντα πρόβατα κ’ ἑξηνταπέντε γίδια, δέκα βουβαλουζεύγαρα νὰ φάν οἱ καλεσμένοι Κόρθ. Ἄχ, ἅι-Γεˬώργι, κρύψε μι κὶ κάμι ἕνα θᾶμα, μὲ τὰ βουβαλουζεύγαρα νὰ κουβαλῶ τὸ θυμιˬάμα Ζαγορ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA