ἀφρόντιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρόντιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφρόντιστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφρόντιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πολυπραγμονῶν, ὁ μὴ φροντίζων, ἄφροντις κοιν. : Ἀφρόντιστη νεˬότη. Ἀφρόντιστα νεˬᾶτα κοιν. || Φρ. Ἀφρόντιστο τραγούδι (τὸ ὁποῖον τραγουδᾷ τις μὲ πλήρη ἀμεριμνησίαν) ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 181. Συνών. ἀδιˬανόητος, ἀμέριμνος, ἀνέννο͜ιος 1, ἄνο͜ιαστος 1, ξένο͜ιαστος 2) Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐφρόντισε ἢ δὲν φροντίζει τις, ὁ μὴ τυγχάνων φροντίδος, ὁ παραμελούμενος Λεξ. Πρω.: Δουλε͜ιὰ ἀφρόντιστη. Νοικοκυρε͜ιὸ ἀφρόντιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA