βούβαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούβαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βούβαλος ὁ, σύνηθ. βούβαλους βόρ. ἰδιώμ. βούαλ-λος Κάρπ. Χίος bούφαλο Καλαβρ. (Μπόβ.) γούβαλος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ. κ.ἀ.) δρούβαλος Κρήτ. (Σέλιν. Χαν. κ.ἀ) Θηλ. βουβάλα σύνηθ. βουάλ-λα Κύπρ. β’βάλα βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βούβαλος=εἶδος αἰγάγρου. Τὸ θηλ. βουβάλα καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 575 (ἔκδ. GWagner σ. 161) «ἐγὼ γὰρ [ὁ βοῦς] εἶμαι ἥλιος, τὸ φέγγος ἡ βουβάλα».

Σημασιολογία

1) Ζῷον βοοειδὲς τῆς τάξεως τῶν μηρυκαστικῶν σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Παροιμ. Ἄλλα λέει ἡ β’βάλα κιˬ ἄλλα ὁ β’βαλάρ’ς (διὰ τὴν σημ. ἰδ. βουβαλάρις) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 546 (ἔκδ. GWagner σ. 160) «ὁ βοῦς δὲ καὶ ὁ βούβαλος ὡς ἤκουσαν τοὺς λόγους... | ἐξῆλθον καὶ ἐστάθησαν οἱ δύο εἰς τὸ μέσον». Τὸ ἀρσεν. Βούβαλους καὶ ὡς παρωνύμ. Μακεδ. (Βλάστ.) Τὸ θηλ. Βουβάλα καὶ ὡς τοπων. Θεσσ. Κρήτ. Μακεδ. Στερελλ. β) Μετων. ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἠλίθιος πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουνᾶτ. Πρᾶξ. Β στ. 63 (ἔκδ. ΣΞανθουδίδ. σ. 66) «μαθὲς σὰν εἶσαι βούβαλος καὶ μηδὲ πρᾶξιν ἔχῃς | καὶ δὲ διαβάσῃς γράμματα, πῶς θές νὰ τσοὶ κατέχῃς;» 2) Ἀρσενικὴ μέλισσα, κηφὴν Κρήτ. (Σέλιν.) 3) Θηλ. βουβάλα, ὁ μέγας κώδων τῆς ἐκκλησίας Θήρ. 4) Θηλ., εἶδος οἰδήματος Δ.Κρήτ. Πβ. βουβάλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/