βουβαμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουβαμάρα ἡ, σύνηθ. β’βαμάρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βουβομάρα LRoussel Grammaire 3ΙΙ γ’βαμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουβαμὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
1) Βούβα (ΙΙΙ) 1, ὃ ἰδ., σύνηθ.: Βουβαμάρα ἔχει καὶ δὲ μιλάει. Τὸν ἔπιˬασε βουβαμάρα σύνηθ. || Φρ. Βουβαμάρα καὶ δαγκαμάρα! (νὰ βουβαθῇς καὶ νὰ δαγκώσῃς τὴ γλῶσσα σου!) Θεσσ. β) Σιγὴ πολλαχ.: Θανάτου βουβαμάρα ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ. 2 221 Νέκρα καὶ βουβαμάρα σ’ ὅλη τὴν πόλι ΧΧριστοβασίλ. Θεσσαλ 2. 2) Ἔλλειψις ἀκοῆς, κωφότης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔπαθα ’ς τ’ ἀφτιˬά μ’ νιˬὰ γ’βαμάρα. Μὶ πλάκουσι νιˬὰ γ’βαμάρα ’ς τ’ ἀφτιˬὰ κὶ δὲν ἀκῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA