βουβαμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουβαμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουβαμὸς ὁ, σύνηθ. βουβ-βαμὸς Κῶς βουαμμὸς Μεγίστ. β’βαμὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βουβαίνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αμός.

Σημασιολογία

Βούβα (ΙΙΙ) 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βουβαμὸς τὸν ἔπιˬασε καὶ δὲ μιλάει σύνηθ. Βουβ-βαμὸς καὶ βουβάγρα σου! (ἀρὰ) Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/