ἀνάκρισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκρισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνάκρισι ἡ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνάκρισις.

Σημασιολογία

1) ᾿Εν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ ἡ διὰ διαφόρων έρωτήσεων προσώπου τινὸς προσπάθεια τοῦ ἀνακριτοῦ πρὸς ἀνίχνευσιν καὶ ἀνακάλυψιν τῶν τεκμηρίων ἀδικήματός τινος λόγ.κοιν.: Ἡ ἀνάκρισι τοῦ κλέφτη-τοῦ φονεˬᾶ. Κάνω άνάκρισι. Πηγαίνω ᾽ς τὴν ἀνάκρισι. ᾽Αρχίζει-τελε͜ιώνει ἡ ἀνάκρισι. 2) Δικανικὸν ἔγγραφον, τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει ὅσα εἶπεν ὁ ἀνακρινόμενος εἰς τὸν ἀνακριτήν λόγ. κοιν. : Ὁ ἀνακριτής ἔστειλε τὴν ἀνάκρισι ᾿ς τὀν εἰσαγγελέα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/