ἀνακριτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακριτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνακριτὴς ὁ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακρίνω.

Σημασιολογία

Δικαστικὸς ὑπάλληλος, ὁ ὁποῖος κάμνει τὴν ἀνάκρισιν, ἤτοι συλλέγει καὶ προπαρασκευάζει τὰ μέσα τὰ συντελοῦντα εἰς τὴν ἀνακάλυψιν τῆς ἀληθείας ἐπὶ πάσης πραξεως, ἐναντίον τῆς ὁποίας ὁ νόμος ὁρίζει ποινήν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/