βουβοπόταμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβοπόταμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβοπόταμο τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβὸς καὶ τοῦ οὐσ. ποτάμι.
Σημασιολογία
1) Ποταμὸς ἀθόρυβος. 2) Μετων. ἄνθρωπος κρυψίνους: Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ βουβοπόταμο! Συνών. βουβόσκυλλο, βουβόσκυλλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA