βουβὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουβὸς ἐπίθ. βωβὸς Κύπρ. Σύμ. βωὸς Κάρπ. βουβὸς σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) βουβὸ Τσακων. βουβὸς Εὔβ. (Στρόπον.) βουὸς Καρπ. β’βὸς βόρ. ἰδιώμ. b’βὸς Θρᾴκ. (Σουφλ.) γουβὸς Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ. γοῦος Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. βωβός, παρ’ ὃ καὶ βουβὸς. Πβ. Σαχλίκ. Στίχ. καὶ Ἑρμην. στ. 360 (ἔκδ. GWagner σ. 91) «κ’ ἐγὼ θωρῶ τους πῶς τρώγουν κι ὡσὰν βουβὸς ἰστέκω».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ μὴ ὁμιλῶν ἄφωνος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Φρ. ’Στὰ βουβὰ (χωρὶς ὁμιλίαν, σιωπηλῶς) πολλαχ. Βουβὸς γεννει͜έται (ἐπὶ ἀποτόμου σιωπῆς διακοπτομένης τῆς συνδιαλέξεως) Σῦρ. Β’βὸς πιρνάει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. Μακεδ. Παίζομε τὸ βουβὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σῦρ. Τὰ βουβὰ τσῆ νυχτὸς (αἱ μεταμεσονύκτιοι ὧραι) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Τὸ θηλυκὸ παιδὶ γεννει͜έται βουβὸ (ὅτι ὁ τοκετὸς τοῦ θήλεος δὲν ἀγγέλλεται ταχέως καὶ εὐχαρίστως) Κεφαλλ. Συνών. ἄγλωσσος, ἀλάλητος Β 1, ἄλαλος 1, ἀμήλαλος, ἀμίλητος Α 1, ἄμιλος, βουβᾶτος, μουγγός. β) Ὁ μὴ παράγων θόρυβον, ἥσυχος πολλαχ.: Βουβὸ ποτάμι. 2) Πλήρης, ἐπὶ ξυλίνης ἀποθήκης, τοῦ ἀμπαριˬοῦ, ὅπερ δὲν ἀντηχεῖ, ὅταν εἶναι πλῆρες Ἤπ.: Φρ.Ἔχει τ’ ἀμπάριˬα βουβὰ (εἶναι πλούσιος). 3) Ὁ ἐνεργούμενος ἐν καταστάσει ἀπολύτου σιγῆς Θρᾴκ. (Βιζ.) Μακεδ. Τῆν.: Βουβὸ νερὸ (τὸ ἄλλως λεγόμενον ἀμίλητα νερό, περὶ οὗ ἰδ. ἀμίλητος Α 2, ἀσύντυχος 3. 4) Ὁ ἐνεργούμενος ἀναιμάκτως Ἄνδρ.: Βουβὲς βεντοῦζες, συνών. κούφιˬες (ἰδ. κούφιˬος), ἀντίθ. κοφτὲς (ἰδ. κοφτός). 5) Ὁ σκεπασμένος (ὥστε νὰ μὴ ἀκούεται ὁ θόρυβός του) Χίος: Βουβὸν κανάλι. Ἡ σημ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1759. 6) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἤνοιξαν ἀκόμη οἰ κάλυκες Χίος: Τὰ τριαντάφυλλα εἶναι ἀκόμη βουβά. 7) Κωφάλαλος Σύμ. Χίος κ.ἀ. 8) Μεταφ. ἀνόητος, βλὰξ Εὔβ. (Κάρυστ.) Συνών. ἄλαλος 4. Β) Οὐσ. 1) Ὑπὸ τὸν τύπ. βουβοί, ὄνομα παιδιᾶς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 2) Οὐδ., ὁ τυφλοπόντικος Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Κέρκ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Σῦρ. 3) Οὐδ., εἶδος ἀφώνου μικροῦ σκολόπακος ἀγν. τόπ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουβὸς Ἤπ. Θήρ. Βουβὸ Πελοπν. (Ἦλ.) Βουβὲς Πάρ. Βουὲς Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA