βουβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουβώνω ἀμάρτ. βωβών-νω Κύπρ. βωών-νω Κύπρ. Μέσ. βωβώνομαι Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβός.
Σημασιολογία
Γίνομαι ἄφωνος: Ἔκαμέν με τ’ ᾿ὲν ἤξερα εἶντα νὰ τῆς ἀποκριθῶ. Ἡ ρκὰ ἐβώβωσεν ’ς τὴν θωρκάν της (ἐκ παραμυθ. ρκὰ=γραῖα, θωρκὰν=θωριάν). Ἐβώβωσεν ἡ γλῶσσα μου ’ποῦ τὸν φόον μου. Καλύτερα ν’ εἶεν βωβώσει τὸ στόμαν μου (ἦτο προτιμότερον νὰ κλείσω τὸ στόμα μου. ν’ εἴεν=νὰ εἶχεν). Τσείνη σὰ νὰ dῆς εἶπε νὰ βωβωθῇ, δὲν ἄνοιγε τὸ στόμα ὁλότελα νὰ μιλήσῃ (ἐκ παραμυθ.) Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA