βούγκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούγκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούγκα ἡ, Ἤπ. (Ἄρτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
1) Παιδικὸν παίγνιον κατὰ τόπους ποικίλλον, ἀποτελούμενον δὲ συνήθως ἐκ ξυλίνης ἢ μεταλλίνης κυκλικῆς πλακὸς φερούσης ὀπάς, δι’ ὧν διέρχεται σπάγγος, τῇ βοηθείᾳ τοῦ ὁποίου περιστρεφομένη αὕτη παράγει βόμβον ἔνθ’ ἀν. Συνών. βούβα (Ι), βούζα (Ι) 3. Πβ. βούακος. 2) Ἐπιρρηματ. ταχέως Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.): Βούγκα πααί’. Βούγκα ἦρθι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA