ἀφροπλασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροπλασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφροπλασμένος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ πλασμένος μετοχ. τοῦ ρ. πλάθω.

Σημασιολογία

1) Ὁ οὕτω πλασμένος ὥστε νὰ φαίνεται ἀφρώδης Λεξ. Δημητρ.: Ἀφροπλασμένο γλύκυσμα. 2) Ὁ λίαν λευκόσαρκος καὶ ἁπαλός, ἀβρός, ὡραῖος, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος πολλαχ.: Ποίημ. Κυπαρισσένιˬο μου κορμὶ κιˬ ὁλόχρυσα μαλλάκιˬα, δαχτυλιδένιˬα μέση μου κιˬ ἀφροπλασμένα στήθη ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 235. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ τοῦ κάλλους: Ποίημ. Μὲ τὰ μεγάλα μάτιˬα σου, μὲ τὸ χρυσὸ κεφάλι, μ᾿ ἀγγελικὰ χαρίσματα σ᾽ ἀφροπλασμένα κάλλη ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2,272. Συνων. ἀφρόπλαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/