βουερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βουερὸς ἐπίθ. ΚΧρηστομ. Κερέν. Κούκλ. 29 ΜΠαπανικ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 330. (Κρητικ.Ἑστ. τεῦχ. 14, 16) βοερὸς ΚΚαβάφ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 109.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

Ὁ παράγων βοὴν ἢ ὁ πλήρης βοῆς ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. ’Σ τοῦ καφενείου τοῦ βοεροῦ τὸ μέσα μέρος σκυμμένος ’ς τὸ τραπέζι κάθετ’ ἕνας γέρως ΚΚαβάφ. ἔνθ’ ἀν. Μὴ μὲ προσμένῃς πεˬὰ νὰ ’ρθῶ ’ς τὸ βουερὸ ἀκρογιˬάλι ΜΠαπανικ. ἔνθ. ἀν. Ἀπ’ τοὶς φοβέρες π’ ὁ οὐρανὸς ὁ βουερὸς ἁπλώνει (Κρητ. Ἑστ. 14, 16).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/